Bastinado
153,536 92%
bastinado n. pl. bas�ti�na�does also bas�ti�nades 1. A beating with a stick or cudgel, especially on the soles of the feet. 2. A stick or cudgel. To subject to a beating; thrash.
Πριν από 14 έτη
Σχόλια
28
Παρακαλώ συνδεθείτε ή εγγραφείτε για να δημοσιεύσετε σχόλια